ελληνοχριστιανικός

ελληνοχριστιανικός
-ή, -ό
επίρρ. που ανήκει ή αναφέρεται στους Έλληνες και τους χριστιανούς ταυτόχρονα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ελληνοχριστιανικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Έλληνες και στους χριστιανούς και συνδυάζει στοιχεία από την ελληνική και τη χριστιανική παράδοση …   Dictionary of Greek

  • πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”